Λέξη: ιονίζω

Μεταφράσεις: ιονίζω

ιονίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ionize

ιονίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ionizar, ionizan, ionizarse, ionizará, ionizar el

ιονίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ionisieren, zu ionisieren, ionisiert, Ionisierung

ιονίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ioniser, ioniser les, ionisent, ioniser des, d'ioniser

ιονίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ionizzare, ionizzano, ionizza, di ionizzare, ionize

ιονίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ionizar, iodo, ionizam, ionize, ionização, ioniza

ιονίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ioniseren, ionize, ionizeren, te ioniseren, ioniseren van

ιονίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ионизировать, ионизации, ионизируют, ионизовать, ионизуют

ιονίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ionisere, ioniserer, ionize, å ionisere, ioniseres

ιονίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jonisera, joniserar, joniseras, joni, jonisering

ιονίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ionize, ionisoidessa, ionisoitua, ionisoimiseksi, ionisoidu

ιονίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ionisere, at ionisere, ioniseres, ioniserer, ionisering

ιονίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ionizovat, ionizaci, ionize, ionizují, ionizuje

ιονίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jonizować, zjonizować, jonizacji, jonizują, ulegają jonizacji

ιονίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ionizál, ionizálnak, ionizálására, ionizálódnak, ionizálni

ιονίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyonlaştırmak, iyonlaşmak, iyonlaştırabilir, iyonlaşmayan, iyonize

ιονίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іонізація, іонізувати, іонізуйте

ιονίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jonizoj, jonizues, të jonizoj, rrezatim jonizues

ιονίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
йонизирам, йонизиране, йонизиране на, йонизират, йонизира

ιονίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
іянізаванай

ιονίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osoneerima, ioniseerima, ioniseerida, ioniseerivad, ioniseerimiseks, ioniseeruvad

ιονίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jonizovati, ionizirati

ιονίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ionize

ιονίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jonizuoti, medžiagai jonizuoti, Jonizēt, Jonizować

ιονίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jonizēt, jonizē, tam jonizē, pēc tam jonizē

ιονίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јонизира, јонизираат, се јонизираат, да ги јонизира, ги јонизира

ιονίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ioniza, ionizarea, a ioniza, ionizarea materialului, ionizeze

ιονίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Jonizovati, ionizirajo, ionizira, ionizacijo, ioniziranje

ιονίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ionizovať
Τυχαίες λέξεις