Nanieść στα ελληνικά
Μετάφραση: nanieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόζω, αιτούμαι, καλκάνι, βάζω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις
- aberracja στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρεκτροπή, εκτροπή, εκτροπής, εκτροπών, ανωμαλία
- ametyst στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
- chrząszcz στα ελληνικά - σκαθάρι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
- elektromagnetycznie στα ελληνικά - ηλεκτρομαγνητισμό, τον ηλεκτρομαγνητισμό, ηλεκτρομαγνητικώς, από ηλεκτρομαγνητική
Τυχαίες λέξεις
Nanieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, αιτούμαι, καλκάνι, βάζω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, αιτούμαι, καλκάνι, βάζω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν