Λέξη: πιστόλι

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι κρότου, πιστόλι βαφής, πιστόλι θερμοκόλλησης, πιστόλι των 22 mm, πιστόλι αμμοβολής

Συνώνυμα: πιστόλι

όπλο, πυροβόλο, τουφέκι, κανόνι, ράβδος, μήκος μισών υαρδών, κράχτης, πιστόλιο

Μεταφράσεις: πιστόλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gun, pistol, spray gun, handgun
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fusil, cañón, escopeta, pistola, arma, gun, pistola de, la pistola
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gaspedal, gewehr, killer, geschütz, knarre, kanone, schusswaffe, revolver, Gewehr, Pistole, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arme, fusil, rigolo, accélérateur, engin, canon, carabine, pistolet, as, gun
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schioppo, fucile, cannone, pistola, gun, la pistola, arma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gengiva, colar, espingarda, pistola, revólver, metralhadora, canhão, arma
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roer, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ружье, ружьё, артиллерист, пушка, орудие, пулемет, пистолет, пушки, оружие
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanon, gevær, børse, pistol, gun, pistolen, våpen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gevär, kanon, bössa, pistol, gun, pistolen, vapen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyssy, tuliase, ampuma-ase, ase, tykki, kanuuna, gun, aseen, pistoolin, pistooli
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skydevåben, gevær, gun, pistol, pistolen, kanon
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kulovnice, zbraň, puška, dělo, pistole, pistoli, gun
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karabin, broń, sztucer, pistolet, strzelba, armata, działo, spluwanie, armatka, gun, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ágyúlövés, löveg, szórópisztoly, ágyú, pisztoly, fegyvert, pisztolyt, gun
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüfek, silah, gun, tabanca, tabancası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гармата, артилерист, рушниця, обстрілювати, пістолет, пистолет, пістолета
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushkë, armë, armë të, arma, e armëve, me armë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пистолет, пистолета, оръжие, пушка, оръжието
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэльба, пісталет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püstol, relv, püss, gun, relva, püssi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
revolver, top, puška, pištolj, gun, pištolja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byssa, byssu, Gun, byssuna, Byssa, byssan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pistoletas, Gun, ginklą, ginklas, Hunai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šautene, lielgabals, pistole, gun, pistoli, lielgabalu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
armă, tun, arma, pistol, pistolul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gun, pištolo, pištola, puška, pištole
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
puška, zbraň, pištole, pištoľ, pištol, pistole

Στατιστικά δημοτικότητας: πιστόλι

Τυχαίες λέξεις