Napełniać στα ελληνικά
Μετάφραση: napełniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιώ, ανεφοδιάζω, χορταίνω, εμπνέω, πράμα, γεμίζω, απόθεμα, αναπληρώ, κοκκινίζω, παρακρατώ, φουσκώνω, εξογκώνω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
- anatomiczny στα ελληνικά - ανατομικός, ανατομική, ανατομικές, ανατομικά, ανατομικών
- cukrzyca στα ελληνικά - διαβήτης, διαβήτη, σακχαρώδη διαβήτη, του διαβήτη, ο διαβήτης
- diablica στα ελληνικά - στρίγγλα, μέγαιρα, Στρίγγλας, Shrew, στρίγκλας
Τυχαίες λέξεις
Napełniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, ανεφοδιάζω, χορταίνω, εμπνέω, πράμα, γεμίζω, απόθεμα, αναπληρώ, κοκκινίζω, παρακρατώ, φουσκώνω, εξογκώνω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, ανεφοδιάζω, χορταίνω, εμπνέω, πράμα, γεμίζω, απόθεμα, αναπληρώ, κοκκινίζω, παρακρατώ, φουσκώνω, εξογκώνω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει