Naprężyć στα ελληνικά

Μετάφραση: naprężyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, τεζάρω, τεντώνομαι, εκτείνομαι, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Naprężyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktówka στα ελληνικά - χαρτοφυλάκιο, χαρτοφύλακας, χαρτοφύλακα, χαρτοφύλακά, βαλίτσα, τον χαρτοφύλακά
  • dres στα ελληνικά - κομμάτι, track, τροχιάς, κομματιού, τροχιά
  • gnić στα ελληνικά - παρακμή, αποσυνθέτω, σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, σαπίλα, σήψης, ...
  • intonacja στα ελληνικά - τονισμός, ο τονισμός, τονισμό, επιτονισμού
Τυχαίες λέξεις
Naprężyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, τεζάρω, τεντώνομαι, εκτείνομαι, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση