Naprawić στα ελληνικά
Μετάφραση: naprawić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, τροποποιώ, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, επαναφέρω, σώζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aleksander στα ελληνικά - Αλέξανδρος, alexander, Αλεξάνδρου, ο Αλέξανδρος, τον Αλέξανδρο
- blokowany στα ελληνικά - μπλοκαριστεί, αποκλεισμένη, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένος
- chlewnia στα ελληνικά - χοιροστάσιο, χοιροστασίου, χοιροστασίων, piggery
- cielesny στα ελληνικά - σεξουαλικός, σαρκικός, σωματικός, φυσικός, σωματικά, δεκανέας, φυσική, ...
Τυχαίες λέξεις
Naprawić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, τροποποιώ, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, επαναφέρω, σώζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις: φτιάχνω, τροποποιώ, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, επαναφέρω, σώζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει