Λέξη: φιλοδοξώ
Σχετικές λέξεις: φιλοδοξώ
φιλοδοξώ english, φιλοδοξώ συνόνυμα
Μεταφράσεις: φιλοδοξώ
φιλοδοξώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aspire, aspire to, My ambition, My ambition is, ambition is
φιλοδοξώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspirar, Aspire, aspiran, aspiramos, aspira
φιλοδοξώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufstreben, streben, aspire, anstreben, Acer Aspire, trachten
φιλοδοξώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspirez, ambitionner, viser, aspirons, aspirer, aspirent, Aspire, briguer
φιλοδοξώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspirare, Aspire, aspirano, aspiriamo, aspira
φιλοδοξώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aspirar, pretender, Aspire, aspiração, aspiram, aspiramos
φιλοδοξώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nastreven, najagen, streven, ambiëren, Aspire, streef, de Aspire
φιλοδοξώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стремиться, домогаться, Aspire, стремимся, стремятся
φιλοδοξώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aspire, aspirere, strebe
φιλοδοξώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eftersträva, aspire, strävar efter, strävar, eftersträvar, aspirera
φιλοδοξώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavoitella, pyrkiä, havitella, tavoitella jtk, Aspire
φιλοδοξώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aspire, stræber efter, stræber, stræbe, ambitioner om
φιλοδοξώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
usilovat, aspirovat, toužit, mířit, Aspire, aspirují, usilují
φιλοδοξώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aspirować, piąć, Aspire, aspirują, dążą, aspiruje
φιλοδοξώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyra vágyik, Aspire, törekvő, vágynak, törekszik
φιλοδοξώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arzulamak, Aspire, talip, havalandırmalı, peşinde olmak
φιλοδοξώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прагнути, прагніть, прагнутимуть, прагнутиме, прагне, йти
φιλοδοξώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aspiroj, dëshiroj, Aspire, aspirojnë, aspirojmë
φιλοδοξώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аспирирам, стремя се, издигам се, Aspire, стремят
φιλοδοξώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імкнуцца, імкнецца
φιλοδοξώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pürgima, ASPIRE, püüdlevad, pürgivad, püüdlema
φιλοδοξώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stremiti, ciljati, žuditi, težiti, Aspire, priželjkuju, težimo
φιλοδοξώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Þrá, Aspire
φιλοδοξώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trokšti, pretenduoti, ASPIRE, trokštame
φιλοδοξώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiekties, centies, aspire, tiecas, tiecamies
φιλοδοξώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Aspire, стремат, се стремат, аспирации, имаат аспирации
φιλοδοξώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspira, Aspire, aspiră, sa aspire, aspirăm
φιλοδοξώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Aspire, si prizadevajo, hrepenimo, ASPIRE so
φιλοδοξώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
túžiť, túži, túžit, túžbu
Τυχαίες λέξεις