Nasłuchiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: nasłuchiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, παρακολουθώ, οθόνη, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Nasłuchiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bocznica στα ελληνικά - παρακαμπτήριος, πλαισιώσει, να πλαισιώσει, πλαισιώσουν, να πλαισιώσουν
  • fachowo στα ελληνικά - επιδέξια, εμπειρογνώμονες, από εμπειρογνώμονες, άρτια, μαεστρία
  • familijny στα ελληνικά - οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
  • grodź στα ελληνικά - διάφραγμα, στεγανών, διαφράγματος, διαφραγμάτων
Τυχαίες λέξεις
Nasłuchiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, παρακολουθώ, οθόνη, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε