Nawiedzać στα ελληνικά
Μετάφραση: nawiedzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκέπτομαι, επίσκεψη, στοιχειώνω, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Μεταφράσεις
- choina στα ελληνικά - πεύκο
- ciekawy στα ελληνικά - ενδιαφέρων, περίεργος, παράξενος, αδιάκριτος, γραφικός, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ...
- dewiacyjny στα ελληνικά - αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αποκλίνουσα συμπεριφορά, αποκλίνουσας, αποκλίνουσα, απόκλισης
- elżbieta στα ελληνικά - Ελισάβετ, Elizabeth, Ελίζαμπεθ, η Ελισάβετ, η Elizabeth
Τυχαίες λέξεις
Nawiedzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκέπτομαι, επίσκεψη, στοιχειώνω, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Μεταφράσεις: επισκέπτομαι, επίσκεψη, στοιχειώνω, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη