Λέξη: παντρειά

Σχετικές λέξεις: παντρειά

παντρειά ονειροκρίτης

Συνώνυμα: παντρειά

γάμος, παντρεία

Μεταφράσεις: παντρειά

παντρειά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
matrimony, marrying, marriage, combination, blend, get married

παντρειά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casamiento, matrimonio, casándose, casarse, casar, casarse con, casándose con

παντρειά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ehebündnis, ehe, Heirat, heiraten, heiratet, Heirat mit, zu heiraten

παντρειά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conjungo, mariage, épousant, marier, épouser, se marier, mariant

παντρειά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nozze, sposalizio, matrimonio, sposando, sposare, sposarsi, sposato

παντρειά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matrimónio, casamento, casando, casar, casando com, se casar com, casar com

παντρειά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
echtverbintenis, huwelijk, echt, trouwen, huwen, trouwen met, het huwen, trouwt

παντρειά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
марьяж, супружеский, бракосочетание, брак, супружество, жениться, замуж, жениться на, женившись, женитьбы

παντρειά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekteskap, gifte, gifte seg, gifte seg med, å gifte seg, å gifte

παντρειά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
äktenskap, gifta, gifta sig, att gifta sig, gifta sig med, att gifta

παντρειά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avioliitto, häät, naimisiin, naivat, avioitumalla, naimalla, mennä naimisiin

παντρειά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægteskab, gifte sig, gifte, gifte sig med, at gifte sig, at gifte sig med

παντρειά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
manželství, mariáš, ženili, sňatek, oženil, sňatku, se brát

παντρειά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
małżeństwo, małżeństwa, poślubienie, poślubieniu, poślubienia

παντρειά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házasság, feleségül, feleségül veszi, házasságot, hozzáment, férjhez

παντρειά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evlenmek, evlenerek, evleniyor, evlenme, evlenmeyi

παντρειά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одружитися, женитися, одружуватися, женитись, одружитися з

παντρειά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
martesa, martoheshin, u martuar, martesës, martuar, martohen

παντρειά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брак, омъжи, ожени, женеха, ожени за, женеха се

παντρειά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щлюб, ажаніцца, жаніцца, ажаніцца з

παντρειά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
matriarhaat, abiellumine, abiellub, abiellumisega, abiellumist, abiellus

παντρειά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svadba, brak, ženidba, vjenčanje, udaje, ženili, oženio, udati, ženili se

παντρειά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
giftast, að giftast, kvæntust, giftist, því að giftast

παντρειά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmona, vesdami, santuokos, tuokėsi, tuoktis

παντρειά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laulība, apprecot, precībām, laulību, apprecoties, apprecēja

παντρειά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брак, мажење, женат, се женат, женат со, се женат со

παντρειά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
casatoreasca, căsătoria cu, căsătorească, căsători, se căsătorească

παντρειά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poroki, poroko, poroke, poroči, ženili

παντρειά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
manželstvo, ženili, ženil
Τυχαίες λέξεις