Λέξη: κελάρι

Σχετικές λέξεις: κελάρι

κελάρι διαλεκτό, κελάρι κατασκευή, κελάρι μονεμβασιά, κελάρι του athenaeum, κελάρι της ντροπής, κελάρι αδάμου, κελάρι περγαντή, κελάρι του αυγουστίνου, κελλάρι παπαχρήστου, κελάρι του γάτου

Συνώνυμα: κελάρι

μεγάλο δοχείο, αποθήκη, κάβα, υπόγειο, οψοθήκη, αποθήκη τροφών, αποθήκη τροφίμων, ντουλάπι, αποθήκη για τρόφιμα, κελλάρι

Μεταφράσεις: κελάρι

κελάρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cellar, pantry, larder, the cellar, wine cellar

κελάρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cueva, bodega, sótano, bodega de, sòtano, la bodega

κελάρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keller, Keller, Weinkeller

κελάρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sous-sol, cave, cellier, la cave, une cave, caves

κελάρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cantina, cantina di, cantine, in cantina, vinicola

κελάρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despensa, subsolo, cave, adega, porão, adega de, caves

κελάρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder

κελάρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подвал, погреб, подвальчик, подполье, склеп, погреба, подвальный, погребе

κελάρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjeller, kjelleren, vinkjeller, cellar

κελάρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
källare, källaren, källar, vinkällare

κελάρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kellari, kellarissa, cellar, kellariin, kellarin

κελάρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kælder, kælderen, vinkælder, cellar

κελάρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklep, sklípek, sklepní, sklepa, sklepy

κελάρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piwnica, piwniczka, stos, piwnicy, cellar, winiarnia

κελάρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pince, pincében, pincébe, pincéjében, borospince

κελάρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiler, bodrum, mahzen, mahzeni, cellar

κελάρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підвал, склеп, погріб, льоха, льох, похоронив, погреб, льоху

κελάρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bodrum, Bodrumi, Bodrumi i, kantina

κελάρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
погреб, изба, мазе, килер, избено помещение, маза

κελάρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
склеп, пограб, павеславаў, падпол

κελάρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kelder, keldris, keldri, keldrisse, keldrist

κελάρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podrum, konoba, podruma, podrumu, klet

κελάρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjallari, kjallaranum, kjallara, geymslukjallari

κελάρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūsys, pusrūsis, rūsyje, rūsio, rūselis, rūsių

κελάρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pagrabs, pagraba, pagrabu, pagrabā, pagrabstāvs

κελάρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
визбата, визба, подрум, подрумски, подрумот

κελάρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subsol, pivniță, beci, pivniță de, pivnita, crame

κελάρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklep, klet, kleti

κελάρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pivnica, sklep, pivnicu

Στατιστικά δημοτικότητας: κελάρι

Τυχαίες λέξεις