Niedomagania στα ελληνικά
Μετάφραση: niedomagania, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φασαρία, μπελάς, ενοχλώ, ταλαιπωρία, αναπηρίες, αδυναμίες, τις αδυναμίες, αναπηριών, αρρώστιες
Μεταφράσεις
- bilateralny στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
- buzować στα ελληνικά - τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τροφοδοτώ, Stoke, Στόουκ, του Stoke, ...
- chryja στα ελληνικά - φιλονικία, καυγάς, συμπλοκή, καυγά, από φιλονικία
- endogenny στα ελληνικά - ενδογενούς, ενδογενή, ενδογενείς, ενδογενής, ενδογενών
Τυχαίες λέξεις
Niedomagania στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φασαρία, μπελάς, ενοχλώ, ταλαιπωρία, αναπηρίες, αδυναμίες, τις αδυναμίες, αναπηριών, αρρώστιες
Μεταφράσεις: φασαρία, μπελάς, ενοχλώ, ταλαιπωρία, αναπηρίες, αδυναμίες, τις αδυναμίες, αναπηριών, αρρώστιες