Niewprawny στα ελληνικά
Μετάφραση: niewprawny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδέξιος, ανίκανος, ανειδίκευτος, ανειδίκευτους, ανειδίκευτοι, ανειδίκευτου, ανειδίκευτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- buntować στα ελληνικά - πληθώρα, επαναστατώ, επαναστάτης, ταραχή, όργιο, εξέγερση, επανάσταση, ...
- diariusz στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολογίου, ημερολόγιό, το ημερολόγιο, Diary
- durowy στα ελληνικά - ταγματάρχης, σημαντικός, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
- galeria στα ελληνικά - θεωρείο, σοφίτα, πινακοθήκη, στοά, γκάλερι, γκαλερί
Τυχαίες λέξεις
Niewprawny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδέξιος, ανίκανος, ανειδίκευτος, ανειδίκευτους, ανειδίκευτοι, ανειδίκευτου, ανειδίκευτο
Μεταφράσεις: αδέξιος, ανίκανος, ανειδίκευτος, ανειδίκευτους, ανειδίκευτοι, ανειδίκευτου, ανειδίκευτο