Notyfikować στα ελληνικά
Μετάφραση: notyfikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδοποιώ, γνωστοποιώ, κοινοποιεί, γνωστοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, κοινοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anektować στα ελληνικά - παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
- ekumenizm στα ελληνικά - οικουμενισμό, οικουμενισμός, τον Οικουμενισμό, οικουμενισμού, ο Οικουμενισμός
- fałszować στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, αλλοιώνω, κατασκευάζω, ιατρός, πλαστός, κίβδηλος, ...
- golić στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
Τυχαίες λέξεις
Notyfikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδοποιώ, γνωστοποιώ, κοινοποιεί, γνωστοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, κοινοποιήσει
Μεταφράσεις: ειδοποιώ, γνωστοποιώ, κοινοποιεί, γνωστοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, κοινοποιήσει