Nowelizacja στα ελληνικά
Μετάφραση: nowelizacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροπολογία, τροποποίηση, τροπολογίας, τροποποίησης, την τροπολογία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astrolog στα ελληνικά - αστρολόγος, αστρολόγο, αστρολόγου, αστρολόγοι, ο αστρολόγος
- bogato στα ελληνικά - πλούσια, πλουσίως, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly
- druh στα ελληνικά - ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Nowelizacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροπολογία, τροποποίηση, τροπολογίας, τροποποίησης, την τροπολογία
Μεταφράσεις: τροπολογία, τροποποίηση, τροπολογίας, τροποποίησης, την τροπολογία