Λέξη: ειδικά

Σχετικές λέξεις: ειδικά

ειδικά εκλογικά τμήματα ετεροδημοτών, ειδικά κτίρια, ειδικά στοιχήματα οπαπ, ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, ειδικά μαθήματα 2014, ειδικά μισθολόγια, ειδικά συνώνυμο, ειδικά σχολεία, ειδικά στοιχήματα, ειδικά σπρέι κατά της μούχλας, ειδικά μαθήματα

Συνώνυμα: ειδικά

ιδιαίτερα, σημαντικά, αξιόλογα, ιδιαιτερώς, ειδικώς, ορισμένως

Μεταφράσεις: ειδικά

ειδικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
particularly, especially, specifically, specific, special, specially

ειδικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
particularmente, especialmente, principalmente, sobre todo, especial, todo, en especial

ειδικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genauer, teilweise, besonders, vornehmlich, namentlich, zumal, insbesondere, speziell, vor allem, allem

ειδικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particulièrement, notamment, nommément, principalement, surtout, spécialement, particulier

ειδικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particolarmente, sopratutto, specialmente, soprattutto, particolare, in particolare

ειδικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquimó, especial, sobretudo, principalmente, especialmente, em especial

ειδικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzonderheid, vooral, speciaal, in het bijzonder, name, met name

ειδικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лично, детально, особенно, индивидуально, особо, очень, отдельно, подробно, особенности, в особенности, специально, в частности

ειδικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
særlig, spesielt

ειδικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
speciellt, särskilt, särdeles, synnerhet, i synnerhet, framför allt

ειδικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eritoten, etenkin, varsinkin, nimenomaan, erityisen, erikoisen, erityisesti, erittäin, erikoisesti

ειδικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
især, navnlig, specielt, særligt, særlig

ειδικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zejména, zvláště, obzvláště, hlavně, především, zvlášť, to zejména

ειδικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
specjalnie, szczególnie, szczegółowo, zwłaszcza, szczególności, w szczególności

ειδικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiváltképpen, főleg, különösen, különösen a, különös

ειδικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellikle, özellikle de, başta, bilhassa

ειδικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
докладно, зокрема, надзвичайно, особливо, дуже-дуже, дуже, особисто

ειδικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryesisht, veçanërisht, posaçërisht, sidomos, veçanti, në veçanti

ειδικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
особено, специално

ειδικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асабліва

ειδικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eriti, eriliselt, iseäranis, eelkõige, eeskätt, seda eriti

ειδικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posebno, veoma, napose, poseban, naročito, osobito, posebice, vrlo, potanko, pogotovo

ειδικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einkum, sérstaklega, þá sérstaklega, síst, ekki síst

ειδικά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praecipue, maxime

ειδικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
specialiai, ypač, visų pirma, ypatingai, itin

ειδικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sevišķi, jo īpaši, it īpaši

ειδικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
особено, посебно, особено во, особено на, а особено

ειδικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în special, special, mai ales, ales, in special

ειδικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posebej, zlasti, še posebej, predvsem

ειδικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obzvlášť, zvlášť, najmä, osobitne, predovšetkým

Στατιστικά δημοτικότητας: ειδικά

Τυχαίες λέξεις