Nużyć στα ελληνικά
Μετάφραση: nużyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, κόπωση, κουρασμένος, κούραση, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomowo στα ελληνικά - atomically, ατομικά, ατομικώς
- dosolić στα ελληνικά - κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
- dzierżymorda στα ελληνικά - τύραννος, τύραννο, τυράννου, τύραννου, τον τύραννο
- hebrajski στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
Τυχαίες λέξεις
Nużyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κόπωση, κουρασμένος, κούραση, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κόπωση, κουρασμένος, κούραση, εξαντλώ, κουράζω, κόπος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα