Obmierzłość στα ελληνικά

Μετάφραση: obmierzłość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αηδία, φρίκη, αηδιάζουν, αηδιάσει, σιχασιά
Obmierzłość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archidiecezja στα ελληνικά - αρχιεπίσκοπη, archdiocese, Αρχιεπισκοπής, Αρχιεπισκοπή, Ιεράς Αρχιεπισκοπής
  • boks στα ελληνικά - κουτί, πυγμαχώ, κάσα, πυγμαχία, πυγμαχίας, μποξ, εγκιβωτίζοντας, ...
  • dwuwarstwowy στα ελληνικά - δίφυλλος, δύο στρωμάτων, δίφυλλων, δίφυλλη, δίφυλλου
  • filiżanka στα ελληνικά - φλιτζάνι, κύπελλο, κούπα, φλυτζάνι, κυπέλλου
Τυχαίες λέξεις
Obmierzłość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αηδία, φρίκη, αηδιάζουν, αηδιάσει, σιχασιά