Λέξη: αναχρονιστικός

Σχετικές λέξεις: αναχρονιστικός

αναχρονιστικός ορισμός, αναχρονιστικός συνώνυμο, αναχρονιστικός συνώνυμα

Συνώνυμα: αναχρονιστικός

καθυστερημένος, ντεμοντέ, ξεπερασμένος, παλαιού συρμού, παλιάς μόδας

Μεταφράσεις: αναχρονιστικός

αναχρονιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anachronistic, behindhand, anachronistic in

αναχρονιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anacrónico, anacrónica, anacrónicos, anacrónicas, anacronismo

αναχρονιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anachronistisch, anachronistischen, anachronistische, Anachronismus, anachronistischer

αναχρονιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anachronique, anachroniques, anachronisme, un anachronisme

αναχρονιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anacronistico, anacronistica, anacronistici, anacronistiche, anacronismo

αναχρονιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anacrônico, anacrônica, anacrónica, anacrónico, anacrônicas

αναχρονιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anachronistisch, anachronistische, anachronisme, een anachronisme, achterhaalde

αναχρονιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
анаконда, анахронический, анахроничный, анахронично, анахроничным, анахроничны

αναχρονιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anakronistisk, anakronistiske, anakronisme, bakstreversk, det anakronistisk

αναχρονιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anakronistisk, otidsenliga, anakronistiska, otidsenlig, anakronistiskt

αναχρονιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anachronistic, anakronista, anakronistiset, vanhentunut, vanhentuneen

αναχρονιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anakronistisk, anakronistiske, utidssvarende, anakronisme, anakronistisk at

αναχρονιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
anachronický, anachronické, anachronická, anachronismus, anachronismem

αναχρονιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
anachroniczny, anachroniczne, anachronizmem, anachroniczna, anachronicznym

αναχρονιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anakronisztikus, korszerűtlen, anakronisztikusnak, idejétmúlt, az anakronisztikus

αναχρονιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kronolojik hatayla ilgili, anakronik, çağdışı, anakronistik, anachronistic

αναχρονιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анахронічний

αναχρονιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anakronike, anakronik, saj anakronik, i saj anakronik

αναχρονιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдържащ анахронизъм, представляващ анахронизъм, анахронизъм, анахронична, анахронично

αναχρονιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анахранічны

αναχρονιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anakronistlik, anakroonne, vääraegne, anakronistlikena, anakronistliku

αναχρονιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zastario, anakrono, anakronim, anakrona, zastarjelom

αναχρονιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
anachronistic

αναχρονιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anachroninis, anachroniška, anachroniškas, Anachroniczny, anachronistinis

αναχρονιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anahronisms, anahronisks, anahronisku

αναχρονιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анахрони, анахрона, анахроничен, анахрон, анахроната

αναχρονιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anacronic, anacronică, anacronice, anacronica, de anacronic

αναχρονιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anahronistično, anahronizem, zastarel, anahronističen, anahronistični

αναχρονιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anachronistický, anachronický
Τυχαίες λέξεις