Obrabowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: obrabowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούπα, ξεγυμνώνω, μούρη, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Obrabowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ateizm στα ελληνικά - αθεϊσμός, αθεϊσμό, αθεϊσμού, αθεΐα, τον αθεϊσμό
  • bzikowaty στα ελληνικά - τρελούτσικος, τρελός, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
  • dotąd στα ελληνικά - ακόμα, ωστόσο, μέχρι στιγμής, μέχρι σήμερα, μέχρι τώρα, μέτρο, βαθμό
  • igrzyska στα ελληνικά - παιχνίδι, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ολυμπιακούς Αγώνες, Ολυμπιακοί, Olympics, Ολυμπιακούς
Τυχαίες λέξεις
Obrabowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούπα, ξεγυμνώνω, μούρη, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob