Ληστεύω στα πολωνικά

Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okraść, zawalić, zrabować, łupić, robert, obrabować, obrabowywać, rozgrabić, rabować, okradać, obłupić, ograbić
Ληστεύω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ληστεύω

ληστεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ληστεύω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ληστής στα πολωνικά - złodziej, grabieżca, zbójca, rabuś, hajdamak, bandzior, bandyta, ...
  • ληστεία στα πολωνικά - rozbój, grabież, okradzenie, włamanie, rabunek, napad, skok, ...
  • λιάζομαι στα πολωνικά - wygrzać, grzać, wygrzewać, wygrzać się, bask, wygrzewać się
  • λιανικός στα πολωνικά - handel, detaliczny, detal, handel detaliczny, detaliczna, detalicznej
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: okraść, zawalić, zrabować, łupić, robert, obrabować, obrabowywać, rozgrabić, rabować, okradać, obłupić, ograbić