Λέξη: ευκάλυπτος

Σχετικές λέξεις: ευκάλυπτος

ευκάλυπτος και εγκυμοσύνη, ευκάλυπτος τσαι, ευκάλυπτος αφέψημα, ευκάλυπτος καλλιέργεια, ευκάλυπτος αιθέριο έλαιο, ευκάλυπτος ηρακλειο, ευκάλυπτος ιδιότητες, ευκάλυπτος ροφημα, ευκάλυπτος δέντρο, ευκάλυπτος εγκυμοσύνη

Μεταφράσεις: ευκάλυπτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eucalyptus, of eucalyptus, eucalyptus is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eucalipto, eucaliptos, de eucalipto, el eucalipto, de eucaliptos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eukalyptus, Eukalyptus, Eukalyptus-, eucalyptus
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
eucalyptus, d'eucalyptus, l'eucalyptus, des eucalyptus
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eucalipto, di eucalipto, eucalipti, eucalyptus, eucaliptus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eucalipto, de eucalipto, eucaliptos, do eucalipto, o eucalipto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eucalyptus, eucalyptusbomen, eucalyptussen, de Eucalyptus, van de eucalyptus
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эвкалипт, эвкалипта, эвкалиптовое, Eucalyptus, эвкалиптового
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eucalyptus, eukalyptus
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eukalyptus, eucalyptus, av eukalyptus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eukalyptus, eukalyptuksen, eukalyptusta, eucalyptus, eukalyptus-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eukalyptus, eucalyptus, eukalyptustræ, af eukalyptustræ, af eukalyptus
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
eukalypt, blahovičník, eukalyptus, eukalyptu, eucalyptus, eukalyptový
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eukaliptus, eukaliptusowy, eukaliptusa, eucalyptus, z eukaliptusa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eukaliptusz, eucalyptus, az eukaliptusz, eukaliptusz-
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
okaliptüs, Eucalyptus, okaliptus, The Eucalyptus, ökaliptüs
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
евкаліпт
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eukalipt, Eucalyptus
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
евкалипт, евкалиптово, евкалиптовото, евкалипти, евкалиптът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эўкаліпт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eukalüpt, eukalüptipuu, eukalüpti, eukalüptist, eukalüptist valmistatud, eucalyptus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eukaliptus, Eucalyptus, eukaliptusa, eukaliptusovo, od eukaliptusa
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tröllatré, EUCALYPTUS
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eukaliptas, Eucalyptus, eukalipto, eukaliptų, eukaliptai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eikalipts, eikalipta, Eucalyptus, eikaliptu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еукалиптус, од еукалиптус, евкалипт
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eucalipt, de eucalipt, de Eucalyptus, eucalyptus, eucaliptul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
evkaliptusa, evkalipta, evkaliptus, evkaliptusov, eucalyptus
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blahovičník, eukalyptus, eukalypt, eukalyptu

Στατιστικά δημοτικότητας: ευκάλυπτος

Τυχαίες λέξεις