Obsadzać στα ελληνικά
Μετάφραση: obsadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικό, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος
Μεταφράσεις
- bryg στα ελληνικά - βρίκιο, φυλακή, brig, μπρίκιο, Μπριγκ
- dekadentyzm στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
- dzieciobójca στα ελληνικά - βρεφοκτονία, παιδοκτονίας, την παιδοκτονία, η παιδοκτονία, η βρεφοκτονία
- enigmatyczny στα ελληνικά - αινιγματικός, αινιγματική, αινιγματικό, αινιγματικά, αινιγματικές
Τυχαίες λέξεις
Obsadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικό, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος
Μεταφράσεις: προσωπικό, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος