Προσωπικό στα πολωνικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sztab, obsadzać, personel, kadra, oś, pałka, załoga, kolektyw, służba, kadry, grono, obsługa, pracownicy, zespół, personelu
Προσωπικό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσωπικό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα πολωνικά - maszkaron, zamaskować, matryca, ukrywać, maskowanie, pretekst, ekstraktor, ...
  • προσωπικά στα πολωνικά - osobiście, osobistego, osobiste, personalnie
  • προσωπικός στα πολωνικά - niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, ...
  • προσωπικότητα στα πολωνικά - postawa, indywidualność, osobistość, osobowość, osobowości, osobowością, charakter
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sztab, obsadzać, personel, kadra, oś, pałka, załoga, kolektyw, służba, kadry, grono, obsługa, pracownicy, zespół, personelu