Obudować στα ελληνικά
Μετάφραση: obudować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις
- barwny στα ελληνικά - ζωντανός, έγχρωμος, χρωματιστός, γλαφυρός, πολύχρωμος, γραφικός, πολύχρωμα, ...
- celowo στα ελληνικά - σκόπιμα, επίτηδες, σκοπίμως, εσκεμμένα, εκ προθέσεως
- eukaliptus στα ελληνικά - ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
- izba στα ελληνικά - δωμάτιο, χώρος, οίκος, θαλάμη, θάλαμος, κοιλότητα, σπίτι, ...
Τυχαίες λέξεις
Obudować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: χτίζω, ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει