Λέξη: ελαστικός

Σχετικές λέξεις: ελαστικός

ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός σοβάς, ελαστικός φίκος, ελαστικός ιμάντας, ελαστικός επίδεσμος κλείδας, ελαστικόσ σωλήνασ

Συνώνυμα: ελαστικός

με καουτσούκ, ανθεκτικός, διαλλακτικός, επανατακτικός, ελαφρός, εύθυμος

Μεταφράσεις: ελαστικός

ελαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
malleable, lax, elastic, springy, resilient, rubbery, flexible

ελαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maleable, elástico, elástica, elásticos, elástico de, elásticas

ελαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mild, nachsichtig, locker, dehnbar, elastisch, elastischen, elastische, elastisches, elastischer

ελαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flexible, aisé, négligent, lâche, extensible, liant, relâché, malléable, forgeable, clément, libre, élastique, ductile, élastiques, élasticité, d'élasticité

ελαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
malleabile, elastico, elastica, elastici, elastiche, elasticità

ελαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elástico, elástica, elásticos, elásticas, elasticidade

ελαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elastisch, elastiek, elastische, rekbaar, elasticiteit

ελαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нетребовательный, вялый, расхлябанный, тягучий, неряшливый, распущенный, слабый, неточный, неопределенный, неплотный, ковкий, мягкий, уступчивый, невзыскательный, рыхлый, податливый, эластичный, упругой, упругий, упругая, эластичной

ελαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slapp, elastisk, elastiske, strikk, elastikk, elastisitets

ελαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slapp, elastisk, elastiskt, elastiska, resår, elasticitets

ελαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salliva, löysä, joustava, elastinen, elastisen, elastista, elastisia

ελαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elastik, elastisk, elastiske

ελαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volný, nedbalý, pružný, uvolněný, poddajný, kujný, tvárný, elastický, elastické, elastická, pružné

ελαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwiązły, ciągliwy, giętki, podatny, kowalny, niestaranny, luźny, swobodny, zwiędły, elastyczny, sprężysty, gumka, guma, elastyczna

ελαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyelmezetlen, rugalmas, elasztikus, rugalmassági, a rugalmas

ελαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elastik, esnek, elastik bir, elastiki

ελαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний

ελαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
elastik, elastike, llastik, elasticitet, i përshtatshëm

ελαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еластичен, еластична, еластични, еластично, еластичната

ελαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эластычны, гнуткі

ελαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutatav, kohanev, sepistatav, elastne, elastse, elastsed, elastsete, elastsest

ελαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rastegljiv, labav, slab, mlitav, aljkav, kovan, popustljiv, elastičan, elastična, elastične, elastični, elastično

ελαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
teygjanlegt, teygju, fjaðrandi, teygja, teygjanlega

ελαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elastingas, elastinga, elastinės, elastinis, elastinė

ελαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elastīgs, elastīga, elastīgu, elastīgi, elastīgas

ελαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еластична, еластичен, еластични, еластично, еластичните

ελαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elastic, elastică, elastice, elastica, elasticitate

ελαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ležérní, elastična, elastični, elastičen, elastične, elastično

ελαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ležérni, laxní, poddajný, nedbalý, elastický, elastická
Τυχαίες λέξεις