Ochłonąć στα ελληνικά

Μετάφραση: ochłonąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανακτώ, ανακτώ, αναρρώνω, κρυώσει, να κρυώσει, ψυχθεί, κρυώσουν, δροσιστείτε
Ochłonąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abominacja στα ελληνικά - σίχαμα, απέχθεια, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
  • archaizować στα ελληνικά - archaize
  • halit στα ελληνικά - halite, ορυκτό άλας
  • intonować στα ελληνικά - άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, σύνθημα
Τυχαίες λέξεις
Ochłonąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανακτώ, ανακτώ, αναρρώνω, κρυώσει, να κρυώσει, ψυχθεί, κρυώσουν, δροσιστείτε