Λέξη: χωμένος

Σχετικές λέξεις: χωμένος

χωμένος συνωνυμα

Μεταφράσεις: χωμένος

χωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thrust, rammed, stuck, stuck up

χωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empujar, apisonada, embestido, chocó, estrelló, embistió

χωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einstecken, stecken, schub, schubkraft, stich, druck, schieben, stoßen, gerammt, rammte, Stampf, rammt, rammten

χωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buter, enfoncer, bourrade, attaque, pousser, offensive, poussée, éperonné, damée, battue, pisé, percuté

χωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spingere, spinta, speronato, sbattuta, battuta, speronata, sbattè

χωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pressão, repercutir, abalroado, Forçado, abalroou, forç, bateu

χωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stoten, duwen, geramd, ramde, scherper formuleren, wat scherper formuleren, aangestampte

χωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распор, запихивать, засовывать, совать, выпад, бросок, напроситься, вонзать, напор, просовывать, надвиг, всовывать, толчок, толкнуть, вонзить, уткнуться, утрамбованный, протаранил, таранил, утрамбовывали, врезался

χωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støt, skubb, kjørte, stampet, rammed, rammet, kjørte på

χωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, stampad, rammade, rammades, rammed, rammats

χωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iskeä, sysäys, tunkea, pistää, lykätä, sysätä, törmäsi, rammed, ajoivat, iskemisestä, sullottua

χωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støde, vædret, rammed, kartoffelsække, stampet, rammede

χωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tlak, útok, vniknout, tlačit, strčit, nápor, vrazit, vbodnout, výpad, vrazil, narazil, dusá, cpán, vrazila

χωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ofensywa, zrzucać, wpraszać, wierzyć, wścibiać, nasuwać, szturchnięcie, sztych, pchnięcie, zapuszczać, odrzut, popychać, ciąg, napór, dźgnięcie, parcie, staranował, staranowany, wbił, rammed, ciepłych miesiącach jest zatłoczono

χωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolás, döfés, döngölt, döfte, a döngölt, rammed, döngölt a

χωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rammed

χωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поштовх, напір, штовхати, засунений, штовхнути, утрамбований, втрамбований

χωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përplasën, rammed, goditi forcat, përplas, goditi forcat USA

χωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трамбована, заби, блъсна, трамбованата, забит

χωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ўтрамбаваны, утрамбаванай

χωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
telgsurvejõud, põtkima, pistma, rammed, rammis, rammitud

χωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tiskati, udar, nasrtaj, zabili, rammed, zabio, zabijanju, zabija

χωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rammed

χωμένος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ictus

χωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stumiami, rammed

χωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rammed

χωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удри, удрил, удрија, удри со, удрија еден

χωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agatat, lovit, bătătorit, izbit, de agatat

χωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zabitih, zabite, komprimirana, zabili

χωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrazil, narazil
Τυχαίες λέξεις