Ociężałość στα ελληνικά

Μετάφραση: ociężałość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδράνεια, νωθρότητα, βαρύτητα, βάρους, ένταση, αίσθημα βάρους, βαρέως
Ociężałość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dumać στα ελληνικά - μούσα, Muse, η μούσα, μούσας, μούσα του
  • flakon στα ελληνικά - βαζάκι, παγούρι, φλάσκα, εμφιαλώνω, μπουκάλι, περίπτωση, υπόθεση, ...
  • jacht στα ελληνικά - κότερο, θαλαμηγός, γιότ, γιοτ, σκάφος, θαλαμηγό
Τυχαίες λέξεις
Ociężałość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδράνεια, νωθρότητα, βαρύτητα, βάρους, ένταση, αίσθημα βάρους, βαρέως