Ocierać στα ελληνικά

Μετάφραση: ocierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειαίνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, σκούπα, ξύνω, βουρτσίζω, σκουπίζω, βούρτσα, πινέλο, ανακατώνω, μίγμα, τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Ocierać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doliczyć στα ελληνικά - προσθέτω, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθενται, προστίθεται, πρόσθεσε
  • domator στα ελληνικά - εξημερωμένα, οικόσιτα, εξημερωμένων, τα οικόσιτα, κατοικίδια
  • górnica στα ελληνικά - για, για την, για τη, για το, για τις
  • izolacjonista στα ελληνικά - απομονωτισμού, απομονωτική, του απομονωτισμού, απομονωτισμού της
Τυχαίες λέξεις
Ocierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειαίνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, σκούπα, ξύνω, βουρτσίζω, σκουπίζω, βούρτσα, πινέλο, ανακατώνω, μίγμα, τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το