Oczyścić στα ελληνικά

Μετάφραση: oczyścić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, καθαρός, αποσαφηνίζω, απαλλάσσω, εκκαθαρίζω, διασαφηνίζω, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Oczyścić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrom στα ελληνικά - χρώμιο, Chrome, χρωμίου, το Chrome, του Chrome
  • dezawuować στα ελληνικά - αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
  • gruchot στα ελληνικά - παλιοσακαρακά
Τυχαίες λέξεις
Oczyścić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρός, αποσαφηνίζω, απαλλάσσω, εκκαθαρίζω, διασαφηνίζω, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές