Λέξη: έγχυμα
Σχετικές λέξεις: έγχυμα
έγχυμα χαμομηλιού, έγχυμα λεξικό, έγχυμα δενδρολίβανου, έγχυμα δυόσμου, έγχυμα βοτάνων, έγχυμα αφέψημα, έγχυμα τσουκνιδας, έγχυμα ή αφέψημα, έγχυμα θυμαριού, έγχυμα τι ειναι
Μεταφράσεις: έγχυμα
έγχυμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infusion, injectors, injectate, infusate, perfusate
έγχυμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infusión, perfusión, de infusión, la infusión, infusión de
έγχυμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einflößen, eindringen, eingießen, infusion, Infusion, Aufguss, Infusions
έγχυμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perfusion, illumination, inspiration, infusion, la perfusion, injection, une perfusion
έγχυμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infuso, infusione, di infusione, per infusione, infusione di
έγχυμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infusão, perfusão, de infusão, infusão de, a infusão
έγχυμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftreksel, infusie, infuus, intraveneuze infusie, de infusie
έγχυμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
примесь, внушение, навар, настой, вливание, придание, инфузия, инфузии, вливания
έγχυμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
infusjon, infusjons, infusjonen, tilførsel, infusjonsvæske
έγχυμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infusion, infusions, infusionsvätska, infusionen
έγχυμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
infuusio, infuusion, infuusiona, infuusiokuiva
έγχυμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
infusion, infusionsvæske, infusionen
έγχυμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nálev, odvar, spaření, vnuknutí, infúze, infuze, infuzní, infuzi, přípravu infuzního
έγχυμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaparzanie, napełnianie, nalewka, natchnienie, naparzanie, zaparzenie, infuzja, naparzenie, wlew, wlewanie, napar, wywar, infuzji, wlewu
έγχυμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belövellés, tea, infúzió, beömlesztés, forrázat, infúziós, infúzióhoz, infúzióban, infúziót
έγχυμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demleme, infüzyon, infüzyonu, enfüzyon, infüzyonunun
έγχυμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додавати, уселяти, вселяти, наполягати, заварювати, настій
έγχυμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
infuzion, infusion, infuzion të, infuzion i, i infuzionit
έγχυμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вливания, вливане, инфузия, инфузионен, инфузията, инфузионна
έγχυμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настой
έγχυμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leotis, sissepritse, infusioon, infusiooni, infusioonina, infusioonilahuse, infusiooniga
έγχυμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
infuzija, infuzije, infuziju, infuzijom, za infuziju
έγχυμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innrennsli, innrennslið, innrennsli í, innrennslis, innrennslislyf
έγχυμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infuzija, infuzijos, infuziją, infuzinis, infuzinį
έγχυμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
infūzija, infūzijas, infūziju, pagatavošanai, infūzijām
έγχυμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфузија, инфузијата, инфузиони, инфузија во, инфузија на
έγχυμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infuzie, perfuzie, perfuzabilă, de perfuzie, perfuziei
έγχυμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
infuzijo, infuzija, infuzije, infuzijska, infuzijski
έγχυμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nálev, infúzie, infúzia, podávania infúzie, infúziu, infúziou
Τυχαίες λέξεις