Oczyszczacz στα ελληνικά
Μετάφραση: oczyszczacz, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bosak στα ελληνικά - crampon, αρπάγη, υδραυλική αρπάγη
- dosolić στα ελληνικά - κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
- ekosfera στα ελληνικά - Ekosfera
- emulsja στα ελληνικά - γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
Τυχαίες λέξεις
Oczyszczacz στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Μεταφράσεις: καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα