Λέξη: αποκρύπτω
Σχετικές λέξεις: αποκρύπτω
απορρίπτω english, αποκρύπτω συνώνυμα, αποκρύπτω αγγλικά
Συνώνυμα: αποκρύπτω
σκεπάζω, κρύπτω, καλύπτω, προασπίζω, κρύβω, συγκαλύπτω, υποκρύπτω
Μεταφράσεις: αποκρύπτω
αποκρύπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suppress, cloak, conceal, shield, wrapped, withholding
αποκρύπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contener, sofocar, suprimir, reprimir, manto, capa, capote, la capa, capa de
αποκρύπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterdrücken, Mantel, Umhang, Deckmantel, Mantels
αποκρύπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cacher, supprimez, étrangler, abroger, annuler, supprimons, refouler, prohiber, suffoquer, supprimer, comprimer, supposition, défendre, réprimer, arrêter, celer, manteau, cape, manteau de, vêtement
αποκρύπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reprimere, soffocare, nascondere, mantello, manto, il mantello, cappa, mantello di
αποκρύπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
supor, suprima, sufocar, abafar, estrangular, manto, capa, capote, casaco, capa de
αποκρύπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opkroppen, bedwingen, verstikken, verkroppen, verdringen, onderdrukken, verdrukken, neerslaan, smoren, mantel, dekmantel, garderobe, cape, kleed
αποκρύπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
придушить, задавить, умерить, воспретить, сдерживать, замять, конфисковать, скрывать, запретить, подавлять, пресекать, запрещать, подавить, сдержать, замалчивать, плащ, плаща, накидка, гардеробная, мантия
αποκρύπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskaffe, kappen, kappe, cloak, usynlig, kåpen
αποκρύπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kväva, kappa, mantel, manteln, kappan, täckmantel
αποκρύπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lannistaa, salata, tukahduttaa, laannuttaa, nujertaa, vaientaa, torjua, viitta, piilo, viitan, cloak
αποκρύπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kappe, kappen, garderobe, kåbe, cloak
αποκρύπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrušit, zatajit, tlumit, potlačovat, utlumit, zamlčet, zastavit, potlačit, ututlat, zakázat, plášť, skrývá, šatna, skrývá se
αποκρύπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ukrywać, obezwładniać, tłumić, znosić, taić, dusić, znieść, skasować, stłumić, wstrzymać, stłumiać, zatajać, utaić, zakazać, zdusić, ukrócić, płaszcz, peleryna, szatnia, cloak
αποκρύπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
köpeny, köpenyt, köpenyét, köpenye, palást
αποκρύπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bastırmak, pelerin, örtü, manto, perde, gizlemek
αποκρύπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подавити, приховувати, забороняти, конфіскувати, плащ, плаща
αποκρύπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mantel, mantelin, perde, pelerinë
αποκρύπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плащ, пелерина, наметало, наметалото, прикрит
αποκρύπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хаваць, плашч
αποκρύπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keep, varjama, varjatud, mantli, keepi
αποκρύπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suzbiti, potiskivanje, izostaviti, savladati, plašt, ogrtač, cloak, zabašuriti, kabanica
αποκρύπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skikkjan, skikkju, skikkja, skikkja sem, möttul
αποκρύπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsiaustas, skraistė, apgobti, apsiausti, apdangalas
αποκρύπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmetnis, mēteli, mantija, garderobes, apmetni
αποκρύπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наметката, наметка, пелерина, прикрит
αποκρύπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reprima, mantie, manta, mantia, pelerina, mantaua
αποκρύπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potlačit, plašč, krinka, ogrinjalo, Kabanica
αποκρύπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plášť, kryt, plášťa