Od στα ελληνικά

Μετάφραση: od, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μακριά, από, αφού, από την, από το, από τις, από τη
Od στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autosugestia στα ελληνικά - αυθυποβολής, αυθυποβολή, της αυθυποβολής, την αυθυποβολή
  • epidemiolog στα ελληνικά - επιδημιολόγος, επιδημιολόγο, επιδημιολόγου, επιδημιολόγος από
  • etykieciarka στα ελληνικά - ετικετών, επικολλήσεως ετικετών, μηχανή επικολλήσεως ετικετών, ετικέτας, σημαντήρα ετικέτας
  • inspirować στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Od στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μακριά, από, αφού, από την, από το, από τις, από τη