Odcinanie στα ελληνικά
Μετάφραση: odcinanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλι, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bieganina στα ελληνικά - διέγερση, φασαρία, κίνηση, τη φασαρία, την κίνηση, θόρυβο
- dychawiczny στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- dynastyczny στα ελληνικά - δυναστική, δυναστικής, δυναστικές, δυναστικών, δυναστικό
- ektoplazma στα ελληνικά - εκτόπλασμα
Τυχαίες λέξεις
Odcinanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλι, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Μεταφράσεις: σάλι, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη