Λέξη: μισθός
Σχετικές λέξεις: μισθός
μισθός καθηγητή πανεπιστημίου, μισθός ανειδίκευτου εργάτη 2014, μισθός αστυνομικού, μισθός δεα, μισθός δημοσίου υπαλλήλου 2014, μισθός βουλευτή, μισθός δημοτικού συμβούλου, μισθός εεδιπ, μισθός περιφερειάρχη, μισθός 2014, βασικός μισθός, κατώτατος μισθός
Συνώνυμα: μισθός
πληρωμή, μισθοδοσία, ενοικίαση, μίσθωση, νοίκιασμα, απασχόληση, εκμίσθωση, ημερομίσθιο, απολαβή, τακτικός μισθός, μισθός κληρικού, κέρδη, αποδοχές
Μεταφράσεις: μισθός
μισθός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
salary, wage, wages, pay, earnings
μισθός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pago, paga, remuneración, sueldo, salario, salarial, sueldos, salarios
μισθός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeitsentgelt, bezug, vergütung, besoldung, gehalt, lohn, unternehmen, belohnung, löhne, Gehalt, Lohn, Gehalts
μισθός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paiement, paye, récompense, traitement, paie, prime, rétribution, gratification, émoluments, payement, gain, appointements, rémunération, salaire, salaires, salariale
μισθός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricompensa, compenso, stipendio, mercede, salario, paga, retribuzione, di stipendio, lo stipendio
μισθός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pagamento, recompensa, ordenado, salário, salada, ladear, salários, vencimento, salarial, vencimento de, remuneração
μισθός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betaling, wedde, beloning, loon, bezoldiging, verdienste, traktement, gage, salaris, het salaris, salarissen
μισθός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жалованье, вести, иждивение, оклад, осуществлять, удерживание, уводить, весты, вознаграждение, бороться, удержание, зарплата, ставка, проводить, заработная плата, заработной платы, зарплату
μισθός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lønn, belønning, gasje, lønning, lønnen, lønns
μισθός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lön, lönen, löne, ersättning
μισθός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkinto, käydä, tulo, harjoittaa, palkka, ansio, tienesti, palkkaus, palkkaa, palkan, palkasta
μισθός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løn, belønning, gage, lønnen, vederlag, grundløn
μισθός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
služné, mzda, výplata, odměna, plat, platový, platů, platu
μισθός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żołd, płaca, wynagrodzenie, gaża, pensja, pobory, wynagrodzenia, wynagrodzeń
μισθός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkabér, munkadíj, fizetés, fizetési, fizetése, fizetést, fizetését
μισθός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ücret, ödül, aylık, maaş, maaşı
μισθός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
година-ходики, парі, утримання, оклад, зарплата, Заробітна плата, зарплатня, Заробітна, зарплату
μισθός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrogë, pagë, paga, pagave, rroga
μισθός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заплата, заплата за, оферти Заплата, заплатата, оферти Заплата за
μισθός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зарплата, заробак
μισθός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
naljanina, palk, irvhammas, töötasu, palga, palka, palgast
μισθός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naknada, nagrada, voditi, zarada, poduzeti, dohodak, nadnica, plaća, plata, plaće, plaću
μισθός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaup, laun, launin, launa
μισθός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
merces, æs
μισθός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atlyginimas, alga, atpildas, užmokestis, darbo užmokestis, atlyginimą
μισθός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apbalvojums, alga, atlīdzība, atalgojums, algu, algas, darba alga, samaksa
μισθός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плата, платата, на плата, платите, плати
μισθός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salariu, recompensă, salariul, salariului, salarizare, de salarizare
μισθός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vést, plat, plače, plača, plačo, plač
μισθός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mzdy, mzda, výplata, plat, mzdu, platu, odmenu
Στατιστικά δημοτικότητας: μισθός
Τυχαίες λέξεις