Oddychać στα ελληνικά
Μετάφραση: oddychać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- badacze στα ελληνικά - ερευνητής, ερευνητές, οι ερευνητές, ερευνητών, τους ερευνητές, των ερευνητών
- eksternistyczny στα ελληνικά - εκτός των τειχών, εξωσχολικού, τειχών, εκτός των τειχών της, εξωτοιχωματικής
- haczyk στα ελληνικά - πιάνω, γωνία, αγκιστρώνω, άγκιστρο, γάντζος, κακοποιός, απατεώνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Oddychać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Μεταφράσεις: αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει