Λέξη: ουραίο

Σχετικές λέξεις: ουραίο

κινητό ουραίο, ουραίο πτερύγιο

Μεταφράσεις: ουραίο

ουραίο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breech, caudal, tail, trailing, the caudal

ουραίο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trasero, caudal, caudales, caudal de

ουραίο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Schwanz-, kaudal, Schwanz, kaudalen

ουραίο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fermeture, obturateur, culasse, derrière, caudal, caudale, caudales

ουραίο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culatta, caudale, caudali, caudalmente, caudal

ουραίο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caudal, caudais

ουραίο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staart-, caudale, caudaal, staartvin, staartvinnen

ουραίο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зад, ягодица, хвостовой, хвостового, каудально, каудальная, каудальном

ουραίο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hale, caudal, kaudal, kaudale, caudale

ουραίο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kaudalt, kaudala, caudal, kaudal, stjärtfensspole

ουραίο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häntä-, caudal, pyrstö-, kaudaalisessa, evää pyrstöevä

ουραίο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
caudale, kaudale, caudal, kaudal, kaudalt

ουραίο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzávěr, ocasní, kaudální, kaudálně, kaudálním

ουραίο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
siedzenie, pośladek, tyłek, zamek, ogonowy, ogonowej, ogonowe, ogonowa, ogonowym

ουραίο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
závárzat, farokhoz tartozó, caudalis, kaudális, caudális, farkuszony

ουραίο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuyruk, kaudal, kuyruklu, caudal

ουραίο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зад, сідниця, хвостовій, хвостовий, хвостової, хвостовою, хвостове

ουραίο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që është pranë bishtit, është pranë bishtit, pranë bishtit, që është poshtë, është poshtë

ουραίο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опашен, опашната, опашния, опашна, каудалната

ουραίο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хваставой, хваставы, хваставая

ουραίο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaba, tagumik, padrunisalv, saba-, kaudaalne, kaudaalses, sabauimed, kaudaalse

ουραίο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaudalni, kaudalne, repni, repna, kaudalnog

ουραίο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
caudal

ουραίο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uodegos, Ogonowy

ουραίο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
astes, nogriezta aste

ουραίο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опашка, каудално, каудалниот

ουραίο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caudal, caudală, caudale, caudala, caudal de

ουραίο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
repna, kavdalna, repne, Ribja repna

ουραίο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chvostové, chvostovej, chvostová, chvostový, chvostovú
Τυχαίες λέξεις