Odizolowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: odizolowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chcieć στα ελληνικά - εκλέγω, θέληση, προαίρεση, έλλειψη, ανάγκη, διαθήκη, ευχή, ...
- chłopstwo στα ελληνικά - χωρικοί, αγροτιά, αγροτιάς, αγροτών, της αγροτιάς
- delegatura στα ελληνικά - θώκος, γραφείο, ηδονή, Αντιπροσωπείου
- gałka στα ελληνικά - μπάλα, καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, κουβάρι, μαρμάρινος, μάρμαρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Odizolowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις: απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση