Απομόνωση στα πολωνικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odludzie, osamotnienie, ściskać, sprzęgło, chwyt, uścisk, oddzielenie, odizolowanie, ustronie, izolacja, pazur, chwytak, zacisze, chwycić, odosobnienie, wyląg, separacja, wyodrębnienie, izolacji
Απομόνωση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας πολωνικά, απομόνωση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα πολωνικά - odosobniony, izolowany, zaciszny, samotny, ustronny, osobny, pustelniczy, ...
  • απομονώνω στα πολωνικά - oddzielać, odizolować, wyodrębniać, odizolowywać, odosobnić, odosabniać, izolować, ...
  • απονέμω στα πολωνικά - przysądzać, rozdzielać, wymierzać, nagradzać, rozpowszechniać, wydawać, dzielić, ...
  • απονομή στα πολωνικά - rozdawanie, zgoda, nadanie, Przyznanie, powierzenie, przyznaniem, Nadawanie
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odludzie, osamotnienie, ściskać, sprzęgło, chwyt, uścisk, oddzielenie, odizolowanie, ustronie, izolacja, pazur, chwytak, zacisze, chwycić, odosobnienie, wyląg, separacja, wyodrębnienie, izolacji