Odmotać στα ελληνικά
Μετάφραση: odmotać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, διαχωριστούν, αποδεσμευτεί, διαχωριστεί, προσδιοριστούν επακριβώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antykwarski στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- bałamucić στα ελληνικά - φλερτάρω, φλερτ, φλερτάρουν, Φλέρτ, blog Κατηγορίες Φλερτ
- energochłonny στα ελληνικά - ενεργοβόρες, ενεργειακής έντασης, εντάσεως ενέργειας, έντασης ενέργειας, ενεργειοβόρες
- gniazdko στα ελληνικά - γρύλος, πρίζα, υποδοχή, υποδοχής, πρίζας, socket
Τυχαίες λέξεις
Odmotać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, διαχωριστούν, αποδεσμευτεί, διαχωριστεί, προσδιοριστούν επακριβώς
Μεταφράσεις: ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, διαχωριστούν, αποδεσμευτεί, διαχωριστεί, προσδιοριστούν επακριβώς