Λέξη: ατσαλένιος

Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος

πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός

Μεταφράσεις: ατσαλένιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steel, a steel, of a steel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acero, un acero, un acero de, de acero, de un acero
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwert, ein Stahl, eine Stahl, Stahl
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aciéreux, acérain, épée, acier, paquebot, un, une, d'un, d'une, a
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciaio, un acciaio, in acciaio, un acciaio di, un acciaio al
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, caldeira, um, uma, a, de, de um
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staal, zwaard, degen, een stalen, stalen, van een stalen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точилка, стальной, сталь, огниво, булатный, закалять, шпага, оружие, арматура, точило, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stål, en stål, et stål
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
en stål, ett stål, stål, av stål
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teräs, karaista, miekka
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stål, en stål, en jern- og, en jern-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocelový
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
staloryt, stalowy, hutnictwo, stalowoniebieski, hutniczy, stalowanie, stal, staliwo, metalurgiczny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
acél, egy acél, az acél, acélból, acélipari
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kılıç, çelik, çelik bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сталь, стальний, кресало, твердість, сталевий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
a, një, nje, në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меч, стомана, стоманена, стоманен, стоманено, метална
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталь, сталі
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čeličnog, mač, čelika, čeličan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stál
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
chalybs
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plienas, kalavijas, kardas, špaga
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zobens, tērauds
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
челикот, челична, челик, челичен, на челик, челични
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spadă, oţel, un, o, unui, unei, a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jeklo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oceľ, ocele, ocel
Τυχαίες λέξεις