Λέξη: σταυρός

Σχετικές λέξεις: σταυρός

σταυρός θεοδωράκης, σταυρός απριλίου 2014, σταυρός του νότου κεντρική σκηνή, σταυρός του νότου μποφίλιου, σταυρός του νότου, σταυρός βάπτισης, σταυρός απριλίου, σταυρός του νότου plus, σταυρός του νότου καββαδίας, σταυρός στις ευρωεκλογές, ερυθρός σταυρός, ερυθρός σταυρός νοσοκομείο, ερυθρος σταυρός, ελληνικός ερυθρός σταυρός, ερυθρος σταυρος, λευκός σταυρός, κυανός σταυρός, κυανούς σταυρός, κυανός σταυρός θεσσαλονίκη

Συνώνυμα: σταυρός

στρέμμα, τίμιος σταυρός, μονάδα επιφάνειας, μήκος 5 έως 8 υαρδών, διασταύρωση, αστερίας, αστήρ

Μεταφράσεις: σταυρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cross, crucifix, Stavros, a cross, cross for
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruzar, cruz, atravesar, cruce, pasar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchkreuzen, schief, kreuzung, grämlich, flanke, flankenball, zuwider, quer, kreuzen, kreuz, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
croiser, traversez, cruciale, traversent, transgresser, fâché, hybride, transversal, traverser, dièse, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attraversare, accavallare, incrociare, trasversale, croce, passare, varcare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atravessar, cruz, cruzar, cruzam, atravesse
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruising, kruis, kruisen, oversteken, doorkruisen, steken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
круп, скреститься, перекрестный, крестный, перекрестить, пересекающий, переходить, перейти, скрещивать, пересекать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kors, kryss, krysse, krysser, tvers, å krysse
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kors, hybrid, kryss, korsa, övergå, passera, korsar, passerar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, hybridisointi, kiukkuinen, äksy, risteyttäminen, sivuta, ylittää, rajat, ylittävät, ylittämään, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlý, přestoupit, přeskočit, překročit, příčný, přejet, zkřížit, potkat, rozzlobený, přejít, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krzyżyk, przerabianie, krzyżowy, przenikać, przekorny, przekrojenie, przekrój, poprzeczny, przekrojowy, krzyż, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszület, kereszt, diagonális, kereszténység, keresztirányú, összepaktálás, bosszúság, keresztezés, keresztrúgást, a keresztrúgást, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çaprazlamak, haç, çarmıh, çapraz, geçmeye, geçmek, arası, cross
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетнути, християнство, хрест, переходити, перетинати, перетинатимуть, пересікати, перетинатиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryq, kaloj, kalojnë, kaluar, të kaluar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перасякаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristama, ristsööt, rist, ületada, ületavad, läbida, risti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poprečnih, ukrštanje, prekrižiti, ljutit, križ, preći, prijeći, prelaze, prelaziti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skerast, argur, kross, yfir, fara yfir, að fara yfir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crux
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustiņš, krustojums, šķērsot, šķērso, pāri, šķērsos, jāšķērso
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крстот, премине, ја премине, преминат, поминат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
traversa, hibrid, cruce, trece, traverseze, treacă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
križ, prečkamo, prečkati, prečka, prečkajo, navzkrižno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekročiť, kríž, cross

Στατιστικά δημοτικότητας: σταυρός

Τυχαίες λέξεις