Odnosić στα ελληνικά

Μετάφραση: odnosić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχετίζομαι, ανησυχία, παραπέμπω, ανήκω, προβληματισμός, ενδιαφέρον, παίρνω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Odnosić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dziwnie στα ελληνικά - παράδοξα, παραδόξως, περίεργο, παράξενα, περιέργως
  • endogenny στα ελληνικά - ενδογενούς, ενδογενή, ενδογενείς, ενδογενής, ενδογενών
  • epoka στα ελληνικά - διάστημα, περίοδος, εποχή, ηλικία, εποχής, περίοδο, την εποχή, ...
  • instancja στα ελληνικά - κύρος, εξουσία, περίπτωση, αυθεντία, παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι
Τυχαίες λέξεις
Odnosić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχετίζομαι, ανησυχία, παραπέμπω, ανήκω, προβληματισμός, ενδιαφέρον, παίρνω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν