Σχετίζομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: σχετίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
należeć, odnosić, odnosić się, powiązać, odnieść, dotyczą, odnoszą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχετίζομαι
σχετίζομαι συνώνυμο, σχετίζομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, σχετίζομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σχεδιαστής στα πολωνικά - rysownik, kreślarz, projektodawca, projektant, konstruktor, projektanta, projektantem
- σχεδόν στα πολωνικά - nieledwie, omal, rzeczywiście, faktycznie, niby, niejako, wirtualnie, ...
- σχετικά στα πολωνικά - stosunkowo, relatywnie, względnie, o, około, temat, informacje
- σχετικός στα πολωνικά - celny, miejscowy, stosowny, odnośny, istotny, odpowiedni, miarodajność, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχετίζομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: należeć, odnosić, odnosić się, powiązać, odnieść, dotyczą, odnoszą
Μεταφράσεις: należeć, odnosić, odnosić się, powiązać, odnieść, dotyczą, odnoszą