Odpłacić στα ελληνικά
Μετάφραση: odpłacić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταμείβω, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- banalność στα ελληνικά - πεζότητα, κοινοτοπία, κοινοτυπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, της κοινοτοπίας
- bulion στα ελληνικά - απόθεμα, παρακρατώ, ζωμός, ζωμό, ζωμού, το ζωμό, οπό
- dziadzio στα ελληνικά - παππούς, Παππού, ο παππούς, grandpa, τον παππού
- egoista στα ελληνικά - εγωιστής, εγωιστή, εγωιστικά, οι εγωιστές, εγωιστές
Τυχαίες λέξεις
Odpłacić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Μεταφράσεις: ανταμείβω, ξεπληρώνω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει