Odpisywać στα ελληνικά
Μετάφραση: odpisywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, απάντηση, απαντώντας, την απάντηση, απαντήσει, απάντησης
Μεταφράσεις
- bezradny στα ελληνικά - ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
- dogmatyczny στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
- działowy στα ελληνικά - όπλο, πιστόλι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
- galwanoplastyka στα ελληνικά - Ηλεκτρολυτική, Γαλβανοτεχνική, ηλεκτρολυτικής, Ηλεκτρολυτική επιμετάλλωση, Γαλβάνιση
Τυχαίες λέξεις
Odpisywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, απάντηση, απαντώντας, την απάντηση, απαντήσει, απάντησης
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, απάντηση, απαντώντας, την απάντηση, απαντήσει, απάντησης