Λέξη: βοτανικός
Σχετικές λέξεις: βοτανικός
βοτανικός κήπος ωραριο, βοτανικός κήπος διομήδους, βοτανικός κήπος κιλκις, βοτανικός χαρούλης, βοτανικός live stage, βοτανικός κήπος χανιά, βοτανικός κήπος σταυρούπολης, βοτανικός live stage χωρητικότητα, βοτανικός stage, βοτανικός κήπος αθηνων, βοτανικός κήπος
Μεταφράσεις: βοτανικός
βοτανικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
herbal, botanical, botanic, botanist, Votanikos
βοτανικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
botánico, botánica, Botanical, botánico de, botánicos
βοτανικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
botanisch, botanischen, botanische, botanischer, botanical
βοτανικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
végétal, herbacé, botanique, Botanical, botaniques, botanique de, de botanique
βοτανικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
botanica, botanico, Botanical, botanico da, botanici
βοτανικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
botânico, botanical, botânica, botânicos, botânicas
βοτανικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botanisch, botanische, Bloemen en planten, botanica, Botanical
βοτανικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
травяной, ботанический, ботанические, ботанического, ботаническое, ботанических
βοτανικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
botanisk, botaniske, botanikk, Botanical, Blomster og botanikk
βοτανικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
botaniska, botan, botanik, botanisk, botaniskt
βοτανικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvitieteellinen, kasvitieteell, Kukat ja kasvit, kasvitieteelliset, kasvitieteellisen
βοτανικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
botanisk, botaniske, Blomster og botanik, Botanical, og botanik
βοτανικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
travní, botanický, botanických, botanická, Květiny a rostliny, botanické
βοτανικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zielny, zielarski, ziołowy, botaniczny, botaniczne, botaniczna, botanicznych, botanicznego
βοτανικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
füvészkönyv, növénytani, Botanikus, botanikai, Botanical, növényrendsze
βοτανικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
botanik, Botanical, Çiçekli ve Botanik, bitkisel, ve Botanik
βοτανικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ботанічний, Ботанічні, Ботанический, ботанічного
βοτανικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
botanik, Botanical, botanike, botanik të, botanik e
βοτανικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ботаничен, Ботаническата, ботаническа, ботанически, ботаническото
βοτανικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
батанічны
βοτανικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taimne, hantel, botaaniline, botaanilise, botaanika, botaanilised, botaaniliste
βοτανικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
botanički, Botanical, botanicki, botaničkim, botanička
βοτανικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Botanical, hráefnum, grasagarðurinn, Latína, grasafræðileg
βοτανικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
botanikos, botaninis, botaninė, botaniniai, botaninių
βοτανικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
botānisks, botāniskais, botānisko, botāniskā, botānikas
βοτανικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ботанички, ботаничка, ботаничката, ботаничките, ботаничко
βοτανικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
botanic, botanică, Botanica, botanice, Botanical
βοτανικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
botanično, botanična, botanični, botanical, botanične
βοτανικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
herbár, bylinný, botanický
Στατιστικά δημοτικότητας: βοτανικός
Τυχαίες λέξεις