Odrdzewiać στα ελληνικά

Μετάφραση: odrdzewiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατρακυλώ, πέφτω, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, στεγνωτήριο
Odrdzewiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czerpak στα ελληνικά - σέσουλα, κουτάλα, κουταλιά, μεζούρα, scoop
  • gargulec στα ελληνικά - άγαλμα, gargoyle, γκαργκόιλ, άγαλμα χρησιμεύων ως κρήνη
  • imbirowy στα ελληνικά - τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
  • internacjonalizacja στα ελληνικά - διεθνοποίηση, διεθνοποίησης, διεθνοποίηση Οι, τη διεθνοποίηση, της διεθνοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Odrdzewiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατρακυλώ, πέφτω, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, στεγνωτήριο